αγρεργάτης

αγρεργάτης
ο
ο μισθωτός ή ημερομίσθιος εργάτης, αυτός δηλαδή που δεν έχει καθόλου ή επαρκή κλήρο και συντηρείται προσφέροντας εξαρτημένη εργασία σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”